Ξύπνησε και τίναξε
την σκόνη που απαλά είχε κάτσει στους ώμους του όλoν ετούτο τον καιρό.
Μια νότα του χάιδεψε
τα αυτιά...μια νότα που είχε χρώμα...χρώμα μπλε...μπλε που μώβιζε από
μελαγχολία...
Με άσπρες κηλίδες
στο κέντρο της...άσπρες σαν εκείνους τους κουβανέζικους ρυθμούς...
Και είχε
σχήμα...σχήμα κυματιστό...ήρεμο...σχήμα που τον κοιτούσε στα μάτια και του
γελούσε αθώα σαν παιδί...
Και μύριζε...μύριζε
γύμνια...που τον έκανε να κοκαλώνει σαν έφτανε στα ρουθούνια του...και όλο
εκείνος τα άνοιγε και πιότερο...και όλο και κοκάλωνε και όλο και
τιναζόταν....σαν χορός από κιθάρα ξεκούρδιστη...σαν αυτές τις γέρικες που
τραγουδάν ακόμα στις όχθες του Μισισιπή...σαν αυτές που έκαναν τα αυτιά του να
θέλουν να μαζέψουν όλους τους ήχους του κόσμου για να τους χωρέσει στο κεφάλι
του...
Και έτσι βούταγε στα
μπλε και λερωνόταν με τα μωβ...
Σε ευχαριστώ που με
κάνεις να γίνομαι καλύτερος...
Η νότα
κοιμήθηκε...καληνύχτα σου...καλημέρα μου...