Ο ίσκιος στάθηκε
σιμά το φως για να τρομάξει
Ρίχνει απάνω του
βουνά, βγάζει καπνούς από φωτιά, σκορπάει σύννεφα
Και 'γω σαν φύλλο
στα κλαδιά με μαύρα άλουστα μαλλιά για ακτίδες γύρευα
Κατέβηκαν απ΄την
πλαγιά σαν τα χτικιά οι ανθρώποι
Κουρελιασμένοι
νηστικοί, με μια σινδόνη απαλή, πάνω στο δέρμα τους
Να αντανακλάει σαν
γυαλί, την δίψα που 'χουν για ζωή μέσα στο αίμα τους
Ξεβράστηκε στα
κύματα, γοργόνα η ελπίδα
Έλα φως κάψε την γη,
σαν την νεκρή ν΄ αναστηθεί, μέσα στα χέρια σου
Με εραστές να
κοιμηθεί, όσοι της έδωκαν ευχή στην πεφταστέρια σου
Ίσκιε αιώνιε αδερφέ
και ' γω τι θ' απογίνω;